δεκαδάκτυλα

δεκαδάκτυλα
δεκαδάκτυλος
ten fingers long
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεκαδάκτυλος — η, ο (AM δεκαδάκτυλος, ον) 1. όποιος έχει πλάτος ή μήκος δέκα δακτύλων 2. αυτός που έχει δέκα δάκτυλα νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαδάκτυλα, τα ζώα που έχουν πόδια με δέκα δάκτυλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”